22 Μαρτίου 2014

Φεύγω του Jean Echenoz


"Αν δυσκολεύτηκε να το βρει, είναι γιατί, στην ουσία, ένα αεροδρόμιο δεν υπάρχει εφ' εαυτού· είναι ένας χώρος διέλευσης, μια κρησάρα, μια εύθραυστη βιτρίνα στο μέσο μιας πεδιάδας, ένας εξώστης με πανοραμική θέα σε πίστες όπου χοροπηδούν κουνέλια που το χνότο τους μυρίζει κηροζίνη, μια περιστρεφόμενη πλάκα εκτεθειμένη σε ρεύματα αέρα που μεταφέρουν ένα σωρό σωματίδια πάσης προελεύσεως: κόκκους άμμου απ' όλες τις ερήμους, ψήγματα χρυσού και μαρμαρυγία απ' όλους τους ποταμούς, ηφαιστειακή ή ραδιενεργό σκόνη, γύρη και μικρόβια, στάχτη και πούδρα." Σελ. 10-11 

"Οι ακτές, έρημες, πασπαλισμένες με βρύα και λειχήνες σαν κακοξυρισμένα μάγουλα, έπεφταν απότομα και κατακόρυφα στο νερό." Σελ. 19

"...θυμίζει εκείνα τα ανώνυμα και γκριζωπά φυτά που φυτρώνουν στις πόλεις, ανάμεσα στις σπασμένες πλάκες της αυλής μιας εγκαταλειμμένης αποθήκης, στο κοίλωμα μιας ρωγμής που χαλάει μια ερειπωμένη πρόσοψη. Άτονα και ισχνά, διακριτικά μα επίμονα, το ξέρουν πως δεν παίζουν πάρα έναν μικρό ρόλο στη ζωή, αλλά ξέρουν να τον κρατάνε." Σελ. 26 

"Τον υπόλοιπο καιρό είναι Κυριακή· μια αιώνια Κυριακή που η σιωπή της παρεμβάλλεται σαν τσόχα ανάμεσα στους ήχους, τα πράγματα, τις ίδιες τις στιγμές: το λευκό συστέλλει το χώρο, το ψύχος επιβραδύνει το χρόνο." Σελ. 32

"Όμως οι λέξεις, άπαξ και τις πρόφερες, ηχούν για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, κι ύστερα στερεοποιούνται και μένουν για μια στιγμή κρυσταλλωμένες στον αέρα: αρκεί ν' απλώσεις το χέρι σου για να ξαναπέσουν μέσα, χύμα, λέξεις που λιώνουν σιγά σιγά ανάμεσα στα δάκτυλά σου πριν σβήσουν σε ψίθυρο." Σελ. 46

"Συνεπώς, οι πόλοι δεν πειθαρχούν στον επίπεδο χώρο. Υποχρεώνοντάς σε να σκέφτεσαι σε πολλές διαστάσεις ταυτόχρονα, θέτουν τον μέγιστο αριθμό προβλημάτων στη λογική του χαρτογράφου." Σελ. 63

"...ο Μπομγκαρτνέρ φοράει σταυρωτό κουστούμι από ανθρακί αγνό παρθένο μαλλί, μπλε γκρι πουκάμισο και γκρίζα γραβάτα. Αν και μόλις μπήκε επισήμως το καλοκαίρι, ο ουρανός είναι ασορτί μ' αυτή την αμφίεση και κάθε τόσο φτύνει μικροπρεπώς μια ψιχαλίτσα." Σελ. 72

"Σχεδιασμένα σαν επάλξεις ή μάσκες, αυτά τα αυστηρά βουλεβάρτα κι αυτοί οι θανατηφόροι δρόμοι δεν έχουν απειλητική παρά μόνο όψη: κρύβουν εκπληκτικά συμπαθητικές κατοικίες· βλέπετε, μια από τις πιο πολυμήχανες πανουργίες των πλουσίων έγκειται στο να δίνουν την εντύπωση ότι πλήττουν στις συνοικίες τους, μέχρι σημείου που φτάνεις να τους λυπάσαι, να τους οικτίρεις και να τους συμπονάς για τη μοίρα τους, σαν να 'ταν σακάτηδες, λες και η μοίρα αυτή τους επιβάλλει έναν καταθλιπτικό τρόπο ζωής. Εμένα μου λες;" Σελ. 83

'Είναι γνωστά αυτά τα βλέμματα που ανταλλάσσουν - μυστικά αλλά με επιμονή - απ' την πρώτη στιγμή που θα βρεθούν σε μια παρέα, δυο άγνωστοι που αρέσουν ο ένας στον άλλον. Βλέμματα στιγμιαία, αλλά σοβαρά και ελαφρώς ανήσυχα, πολύ σύντομα και ταυτόχρονα πολύ παρατεταμένα, που η διάρκειά τους φαίνεται πολύ μεγαλύτερη από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, τρυπώνουν κρυφά ανάμεσα στις κουβέντες της παρέας, η οποία δεν αντιλαμβάνεται τίποτα ή κάνει πως δεν αντιλαμβάνεται." Σελ. 95

"Σ' ένα δίσκο, κάτω από μια λάμπα με απαλό φως, πορτοκάλια θα 'ταν τυλιγμένα σε σκιές ροδακίνων" Σελ. 97 

"...για να ξεθηλυκωθεί ένα μαύρο σουτιέν και να εναποτεθεί απαλά πάνω στο χαλί του δωματίου σαν ένα τεράστιο ζευγάρι γυαλιά ηλίου." Σελ. 98

"Προς το παρόν, αναπαύεται, μόλο που κανείς δεν αναπαύεται ποτέ πραγματικά, καμιά φορά λες, φαντάζεσαι πως αναπαύεσαι ή θα αναπαυτείς, αλλά αυτό είναι απλώς μια μικρή ελπίδα που έχεις, ξέρεις καλά πως δε θα γίνει, δεν υπάρχει καν, δεν είναι παρά κάτι που λες όταν είσαι κουρασμένος." Σελ. 106

"το χρήμα είναι αρκετά ισχυρό ώστε να κουκουλώνει τους αναχρονισμούς." Σελ. 114

"Το καλοκαίρι συνεχίστηκε αργά, λες κι από τη ζέστη ο χρόνος γινόταν παχύρρευστος, λες και η ροή του εμποδιζόταν λόγω της τριβής των μορίων του με την υψηλή θερμοκρασία." Σελ. 128

"... καταλαβαίνετε τι εννοώ: δεν επιθυμείτε ιδιαιτέρως κάποιο πρόσωπο, για το οποίο κάποιο δεύτερο πρόσωπο, που το επιθυμεί στη θέσης σας, σας δίνει την ιδέα αν όχι τη διαταγή να επιθυμήσετε το πρώτο, αυτά τα πράγματα συμβαίνουν καμιά φορά, το 'χουμε ξαναδεί αυτό, εδώ όμως όχι, δεν το βλέπουμε." Σελ. 143

"Η Ελέν, πάντως, είτε από αθωότητα είτε από πονηριά, μιλούσε μεν ελάχιστα, αλλά ήξερε τουλάχιστον ν' ακούει, να δίνει ώθηση στο συνομιλητή της με το κατάλληλο μονοσύλλαβο, να παρακάμπτει τις απότομες σιωπές θέτοντας, στη σωστή στιγμή, την ερωτησούλα που κολλάει μια χαρά." Σελ. 148

"...την υποδεχόταν ευγενικά, αλλά με επιφύλαξη, με φιλοφρονήσεις πολύ προσεκτικές και με χαμόγελα κάπως βεβιασμένα, όπως φέρεται κανείς σ' έναν ευαίσθητο γονιό." Σελ. 159

"Η πόλη είναι χτισμένη σε μια στενή γλώσσα ξηράς, ένθεν και ένθεν ενός ποταμού και ενός βουνού που χώριζαν δύο σχεδόν  συμμετρικούς κόλπους, μ' αυτή τη διπλή πτύχωση να σχηματίζει κάτι σαν ωμέγα, γυναικείο στήθος που εισχωρούσε στο εσωτερικό της στεριάς, δύο ωκεάνια βυζιά φορώντας τον κορσέ της ισπανικής ακτής." Σελ. 179

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου