31 Μαρτίου 2014

14 του Jean Echenoz


"Εκεί - βραχνός ρόγχος του μαχαιριού πάνω στην κόρα του ψωμιού, κουδούνισμα των κουταλιών στο εκχύλισμα του κιχωρίου -, οι γονείς της αποσώνουν το πρωινό τους. Ελάχιστες κουβέντες ανταλλάσσονται μεταξύ του Εζέν και της Μαριβόν Μπορν: βροντώδεις καταπόσεις του εργοστασιάρχη, μελαγχολικές εκπνοές της συζύγου του εργοστασιάρχη." Σελ. 21

"Οι διαστάσεις της πόλης που έχει δι' αναρροφήσεως  εκκενωθεί από τους άνδρες της, φαίνεται σαν να έχουν διασταλεί" Σελ. 23 

"...κοιτάζοντας κάτι δέντρα που δεν τα 'χαν ξαναδεί ποτέ, με τα πουλιά ανάμεσά σ' αυτά τα δέντρα να ετοιμάζουν τις συγχορδίες τους για να σημάνουν το βράδυ." Σελ. 27

"Η πελώρια κεντρική πύλη, κατά κανόνα ορθάνοιχτη, χοάνη που συγκεκριμένες ώρες καταπίνει τις φρέσκες εργατικές μάζες για να τις ξεράσει ξεθεωμένες, εκείνη την Κυριακή ήταν πιο κλειστή κι από σεντούκι." Σελ. 30

"Μα και ο ίδιος, κυρτωμένος πάνω στο τουφέκι του, ένιωθε τώρα ικανός να διατρήσει, να σουβλίσει, να τρυπήσει το παραμικρό εμπόδιο, ανθρώπινα σώματα, ζώα, κορμούς δέντρων, ό,τι έβρισκε μπροστά του - προδιάθεση φευγαλέα αλλά απόλυτη, τυφλή, που απέκλειε κάθε άλλη -, αλλά η ευκαιρία δεν του δόθηκε." Σελ. 52

"Επειδή όλα αυτά έχουν περιγραφεί χιλιάδες φορές, ίσως είναι άκοπο να χρονοτριβούμε κι άλλο μ' αυτή τη δύσοσμη και ζοφερή όπερα. Ίσως, μάλιστα, δεν είναι και πολύ χρήσιμο, ούτε πολύ αρμόζον, να παρομοιάζουμε τον πόλεμο με μια όπερα, πόσο μάλλον αν δεν είμαστε και λάτρεις της όπερας, ακόμα κι αν αυτός είναι σαν εκείνην μεγαλειώδης, εμφατικός, υπερβολικός, γεμάτος με κουραστικούς πλατειασμούς και, όπως εκείνη, κάνει πολύ θόρυβο και συχνά καταλήγει να είναι αρκούντως βαρετός." Σελ. 65

"...αν μεθύσεις έναν στρατιώτη, ενισχύεις το θάρρος του και, κυρίως, αμβλύνεις τη συναίσθηση της συνθήκης του." Σελ. 74

"... μια σιωπή ασφαλώς ατελή, όχι πλήρως αποκατεστημένη αλλά σχεδόν, και σχεδόν καλύτερα απ' ό,τι αν ήταν τέλεια, γιατί την έσπαγαν οι κραυγές των πουλιών που, φτιάχνοντας ένα ηχητικό υπόβαθρο, την εξύψωναν, όπως ένα ελάχιστο πρόστιμο χαλυβδώνει ένα νόμο, λίγο αντίθετο χρώμα δεκαπλασιάζει την εντύπωση μιας μονοχρωμίας, μια τόση δα ακίδα δικαιώνει μιαν ανεπίληπτα λεία επιφάνεια, ένα φευγαλέο φάλτσο καθαγιάζει μια πλήρη μείζονα συγχορδία, αλλά ας μην παρασυρόμαστε κι ας ξαναγυρίσουμε σε αυτά που λέγαμε." Σελ. 81

"Αυτό το απόν χέρι, που καμιά φορά γινόταν πιο παρόν από το άλλο, επίμονο, άγρυπνο, σαρκαστικό σαν λερωμένη συνείδηση..."Σελ. 98

30 Μαρτίου 2014

29 Μαρτίου 2014

Προπαντός όχι Σοπέν του Jean Echenoz


"Θα 'λεγες πως, σ' αυτό το πάρκο, τα αγάλματα των επιφανών ανδρών φοβόταν τη μοναξιά, γιατί είχαν όλα τους κι από μια κοπέλα στα πόδια τους." Σελ. 12

"Ήταν εκεί, το φοβερό και τρομερό Steinway, με το τεράστιο λευκό κλαβιέ έτοιμο να σε κατασπαράξει, αυτή η τεράστια οδοντοστοιχία που θα σε αλέσει με όλο της το φίλντισι κι όλο της το σμάλτο, που σε περιμένει να σε λιανίσει." Σελ. 14

"Ακούγοντας αυτά, ο Μαξ έμεινε άπνους, απλανής και άλαλος, ώσπου, μετά από λίγη ώρα, συνειδητοποίησε ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη ν' αναπνέει, να ξαναβρίσκει την ανάσα του, ιδίως όταν τον έχει κατακλύσει μια ακατάσχετη επιθυμία να βάλει τα κλάματα." Σελ. 26

"...ο αέρας ήταν βαρύς με ριπές δροσιάς, διακεκομμένα χαστουκάκια που έμπαιναν απ' τα κατεβασμένα τζάμια του ταξί..." Σελ.38

"...ένα απ' αυτά τα χαμόγελα που κάνουν το βλέμμα να υψώνεται ελαφρά προς τα πάνω, που επικαλούνται το γεγονός ότι έχετε ζήσει κι εσείς τέτοιες μικροδυσκολίες της ζωής..." Σελ. 48

"Όπως συμβαίνει σε ορισμένες γυναίκες που δεν είναι όμορφες, της χρειάζονταν ελάχιστα για να προκαλέσουν την ιλαρότητά της, κι έτσι γελούσε συχνότερα του δέοντος." Σελ. 51

"...αλλά αυτό συμβαίνει πάντα με την τηλεόραση: χώρος, οθόνη, ιδέες, σχέδια - όλα εκεί είναι πιο μικρά απ' ό,τι στον κανονικό κόσμο." Σελ. 55

"Μόνο που τα αποτελέσματα ήταν αντίθετα· γιατί υπάρχει και η κατάρα των λουτρών: ένα λουτρό λίγο βρόμικο δείχνει πιο βρόμικο απ' οποιοδήποτε μη λουτρό πολύ πιο βρόμικο. Κι ο λόγος είναι ότι αρκεί  ένα τίποτα πάνω σε μια λευκή επιφάνεια, παγονησίδα ή σεντόνι, αρκεί μια μικροσκοπική ύποπτη λεπτομέρεια για να κλονιστούν όλα, όπως αρκεί μια μύγα για να βυθιστεί στο πένθος μια ολόκληρη ζαχαριέρα." Σελ. 67

 "... κι ο Μαξ υπέγραφε, υπέγραφε, υπέγραφε, αχ, πόσες φορές στη ζωή του είναι αναγκασμένος κάποιος να γράφει το όνομά του!" Σελ. 70

"...η Κυριακή δημιουργούσε όπως πάντα και παντού την αίσθηση της βραδύτητας και του κενού, του χλιαρού τεντώματος, τη κούφιας αντήχησης." Σελ. 101

"Ο Μαξ έζησε μέρες μελαγχολίας, έζησε μέρες ανίας, αυτής της πολύ βαριάς ανίας που γεννιέται από το γάμο της μοναξιάς με την ανέχεια." Σελ. 147

"Ύστερα, με το που επιβιβάστηκε, περιφρόνησε τελείως το μιμόδραμα των οδηγιών ασφαλείας που έπαιξαν οι αεροσυνοδοί, οι οποίες, στη συνέχεια, μοίρασαν πορτοκαλάδες και καραμέλες, κουβέρτες και ακουστικά." Σελ. 152

"Ασφαλώς γνωρίζετε σε τι δύσκολη θέση βρίσκεται ένας άνθρωπος που διπλώνει μόνος του ένα μεγάλο σεντόνι, μπουρδουκλωμένος όχι μόνο απ' το σεντόνι αλλά κι απ' το ίδιο του το σώμα: δείτε πως τα κοντά του χέρια πασχίζουν να πραγματοποιήσουν την απαιτούμενη μεγάλη διάσταση." Σελ. 161

"Βλέπετε, ο έρωτας (χρησιμοποιώ, βέβαια, τη λέξη, αλλά δεν ξέρω αν είναι η κατάλληλη) δεν είναι μόνο πτερόεις, αλλά και διαλυτός. Διαλυτός στο χρόνο, στο χρήμα, στο αλκοόλ, στην καθημερινή ζωή, αλλά και σε πολλά άλλα πράγματα." Σελ. 167

22 Μαρτίου 2014

Ραβέλ του Jean Echenoz


"...ένας άνδρας κομψά ακατάδεκτος, ευγενώς απλός, παγερά ευγενής, όχι και πολύ φλύαρος, στεγνός αλλά σικ, ντυμένος στην τρίχα είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο." Σελ. 18

"...αλλά έχει αρχίσει να βαριέται κι ο Ραβέλ - το στοιχείο της πλήξης ξεμυτίζει, χέρι χέρι με την κούραση που επιστρέφει σαν μπούμερανγκ: αυτές οι ασυνάρτητες μεταφορές μαρτυρούν επίσης ότι λίγη ανάπαυση δε θα 'βλαπτε." Σελ. 20

"Καλύτερα, λοιπόν, να μη σκοτίζεται και πολύ, κάτι που, προσφάτως, τον οδήγησε στο σημείο να συνθέσει το ακομπανιαμέντο του Ρονσάρ στην ψυχή του για ένα μόνο χέρι, το αριστερό, έχοντας προβλέψει, όταν το παίζει ο ίδιος, να καπνίζει με το δεξί." Σελ. 37

"Συχνά, από αίσθηση ταπεινοφροσύνης, έκρηξη απλότητας ή ακόμα κι από εκχείλιση αλαζονείας, τα αρχικά τους δεν είναι καν γραμμένα με κεφαλαία." Σελ. 38

"Ένας περίπατος στον κήπο: ένα χώρο τρίπλευρο, χορταριασμένο, επικλινή και φουσκωτό σαν τριγωνάκι κοριτσιού." Σελ. 53

"Συχνά, σε συνδυασμό με την απουσία σχεδίων, η πλήξη ζευγαρώνει με κρίσεις αποθάρρυνσης, απελπισίας και στενοχώριας που, εκείνες τις στιγμές, τον φέρνουν να 'χει πικρά παράπονα από τους γονείς του που δεν τον έβαλαν στο εμπόριο τροφίμων." Σελ. 54 

"Ο ύπνος είναι αυτός που μας ρίχνεται πισώπλατα ή μας παραμονεύει στη γωνία· δε φυλάμε σκοπιά για τον ύπνο, με το χέρι σκιάδι, περιμένοντας να εμφανιστούν τα υπναγωγικά σχήματα - σκακιέρες, σπείρες, αστερισμοί - που συνήθως προμηνύουν τον ερχομό του." Σελ. 56

"Ανέκαθεν του άρεσαν τα αυτόματα και οι μηχανές, του άρεσε να επισκέπτεται εργοστάσια, βιομηχανικά κέντρα..." Σελ. 63

"Ξέρει πού καλά τι είναι αυτό που έχει γράψει, ότι δεν υπάρχει αυτό που λέμε φόρμα, δεν υπάρχει θεματική ανάπτυξη, ούτε μετατροπίες· μόνο ρυθμός και ενορχήστρωση. Με λίγα λόγια, πρόκειται για ένα πράγμα που αυτοκαταστρέφεται, μια παρτιτούρα χωρίς μουσική, μια ορχηστρική φάμπρικα άνευ αντικειμένου, μια αυτοκτονία που όπλο της είναι απλώς και μόνον η βαθμιαία εύρυνση του ήχου· μια φράση που αναμασάται, κάτι που δεν έχει ελπίδα κι απ' το οποίο δεν προσδοκά κανείς τίποτα - τουλάχιστον λέει, να κι ένα κομμάτι που ο κυριακάτικες ορχήστρες δε θα 'χουν τα κότσια να το εντάξουν στο ρεπερτόριό τους...Μια μέρα, αφού έχει ολοκληρώσει τη σύνθεση, περνάει με τον αδελφό του έξω από τη φάμπρικα του Βεζινέ και: Κοίτα, του λέει ο Ραβέλ, αυτό είναι το εργοστάσιο του Μπολερό" Σελ. 64-65

"Απ' αυτή τη στιγμή και μετά, ο Ραβέλ δεν έχει παρά να περιμένει τον ύπνο να τον πάρει,  καρτερώντας την άφιξή του σαν να 'ταν καλεσμένος του." Σελ. 68

"...εκφράζεται άπαξ και άπαξ διά παντός ως προς το θέμα του έρωτα: αυτό το συναίσθημα, λέει, δεν υψώνεται ποτέ πάνω απ' το άσεμνο." Σελ. 70

"Όταν ο Βίτγκενσταϊν, θιγμένος, του απαντάει γραπτώς ότι οι ερμηνευτές δεν πρέπει να είναι σκλάβοι, ο Ραβέλ του απαντάει με τέσσερις λέξεις: Οι ερμηνευτές είναι σκλάβοι." Σελ. 82

"Όλα φτιάχνουν όταν γυρίζει στην πατρίδα του, ο ωκεανός τεντώνεται και χασμουριέται, ο γιγάντιος ουρανός περιέχει έναν ολόλαμπρο ήλιο..." Σελ. 86

Φεύγω του Jean Echenoz


"Αν δυσκολεύτηκε να το βρει, είναι γιατί, στην ουσία, ένα αεροδρόμιο δεν υπάρχει εφ' εαυτού· είναι ένας χώρος διέλευσης, μια κρησάρα, μια εύθραυστη βιτρίνα στο μέσο μιας πεδιάδας, ένας εξώστης με πανοραμική θέα σε πίστες όπου χοροπηδούν κουνέλια που το χνότο τους μυρίζει κηροζίνη, μια περιστρεφόμενη πλάκα εκτεθειμένη σε ρεύματα αέρα που μεταφέρουν ένα σωρό σωματίδια πάσης προελεύσεως: κόκκους άμμου απ' όλες τις ερήμους, ψήγματα χρυσού και μαρμαρυγία απ' όλους τους ποταμούς, ηφαιστειακή ή ραδιενεργό σκόνη, γύρη και μικρόβια, στάχτη και πούδρα." Σελ. 10-11 

"Οι ακτές, έρημες, πασπαλισμένες με βρύα και λειχήνες σαν κακοξυρισμένα μάγουλα, έπεφταν απότομα και κατακόρυφα στο νερό." Σελ. 19

"...θυμίζει εκείνα τα ανώνυμα και γκριζωπά φυτά που φυτρώνουν στις πόλεις, ανάμεσα στις σπασμένες πλάκες της αυλής μιας εγκαταλειμμένης αποθήκης, στο κοίλωμα μιας ρωγμής που χαλάει μια ερειπωμένη πρόσοψη. Άτονα και ισχνά, διακριτικά μα επίμονα, το ξέρουν πως δεν παίζουν πάρα έναν μικρό ρόλο στη ζωή, αλλά ξέρουν να τον κρατάνε." Σελ. 26 

"Τον υπόλοιπο καιρό είναι Κυριακή· μια αιώνια Κυριακή που η σιωπή της παρεμβάλλεται σαν τσόχα ανάμεσα στους ήχους, τα πράγματα, τις ίδιες τις στιγμές: το λευκό συστέλλει το χώρο, το ψύχος επιβραδύνει το χρόνο." Σελ. 32

"Όμως οι λέξεις, άπαξ και τις πρόφερες, ηχούν για πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, κι ύστερα στερεοποιούνται και μένουν για μια στιγμή κρυσταλλωμένες στον αέρα: αρκεί ν' απλώσεις το χέρι σου για να ξαναπέσουν μέσα, χύμα, λέξεις που λιώνουν σιγά σιγά ανάμεσα στα δάκτυλά σου πριν σβήσουν σε ψίθυρο." Σελ. 46

"Συνεπώς, οι πόλοι δεν πειθαρχούν στον επίπεδο χώρο. Υποχρεώνοντάς σε να σκέφτεσαι σε πολλές διαστάσεις ταυτόχρονα, θέτουν τον μέγιστο αριθμό προβλημάτων στη λογική του χαρτογράφου." Σελ. 63

"...ο Μπομγκαρτνέρ φοράει σταυρωτό κουστούμι από ανθρακί αγνό παρθένο μαλλί, μπλε γκρι πουκάμισο και γκρίζα γραβάτα. Αν και μόλις μπήκε επισήμως το καλοκαίρι, ο ουρανός είναι ασορτί μ' αυτή την αμφίεση και κάθε τόσο φτύνει μικροπρεπώς μια ψιχαλίτσα." Σελ. 72

"Σχεδιασμένα σαν επάλξεις ή μάσκες, αυτά τα αυστηρά βουλεβάρτα κι αυτοί οι θανατηφόροι δρόμοι δεν έχουν απειλητική παρά μόνο όψη: κρύβουν εκπληκτικά συμπαθητικές κατοικίες· βλέπετε, μια από τις πιο πολυμήχανες πανουργίες των πλουσίων έγκειται στο να δίνουν την εντύπωση ότι πλήττουν στις συνοικίες τους, μέχρι σημείου που φτάνεις να τους λυπάσαι, να τους οικτίρεις και να τους συμπονάς για τη μοίρα τους, σαν να 'ταν σακάτηδες, λες και η μοίρα αυτή τους επιβάλλει έναν καταθλιπτικό τρόπο ζωής. Εμένα μου λες;" Σελ. 83

'Είναι γνωστά αυτά τα βλέμματα που ανταλλάσσουν - μυστικά αλλά με επιμονή - απ' την πρώτη στιγμή που θα βρεθούν σε μια παρέα, δυο άγνωστοι που αρέσουν ο ένας στον άλλον. Βλέμματα στιγμιαία, αλλά σοβαρά και ελαφρώς ανήσυχα, πολύ σύντομα και ταυτόχρονα πολύ παρατεταμένα, που η διάρκειά τους φαίνεται πολύ μεγαλύτερη από ό,τι είναι στην πραγματικότητα, τρυπώνουν κρυφά ανάμεσα στις κουβέντες της παρέας, η οποία δεν αντιλαμβάνεται τίποτα ή κάνει πως δεν αντιλαμβάνεται." Σελ. 95

"Σ' ένα δίσκο, κάτω από μια λάμπα με απαλό φως, πορτοκάλια θα 'ταν τυλιγμένα σε σκιές ροδακίνων" Σελ. 97 

"...για να ξεθηλυκωθεί ένα μαύρο σουτιέν και να εναποτεθεί απαλά πάνω στο χαλί του δωματίου σαν ένα τεράστιο ζευγάρι γυαλιά ηλίου." Σελ. 98

"Προς το παρόν, αναπαύεται, μόλο που κανείς δεν αναπαύεται ποτέ πραγματικά, καμιά φορά λες, φαντάζεσαι πως αναπαύεσαι ή θα αναπαυτείς, αλλά αυτό είναι απλώς μια μικρή ελπίδα που έχεις, ξέρεις καλά πως δε θα γίνει, δεν υπάρχει καν, δεν είναι παρά κάτι που λες όταν είσαι κουρασμένος." Σελ. 106

"το χρήμα είναι αρκετά ισχυρό ώστε να κουκουλώνει τους αναχρονισμούς." Σελ. 114

"Το καλοκαίρι συνεχίστηκε αργά, λες κι από τη ζέστη ο χρόνος γινόταν παχύρρευστος, λες και η ροή του εμποδιζόταν λόγω της τριβής των μορίων του με την υψηλή θερμοκρασία." Σελ. 128

"... καταλαβαίνετε τι εννοώ: δεν επιθυμείτε ιδιαιτέρως κάποιο πρόσωπο, για το οποίο κάποιο δεύτερο πρόσωπο, που το επιθυμεί στη θέσης σας, σας δίνει την ιδέα αν όχι τη διαταγή να επιθυμήσετε το πρώτο, αυτά τα πράγματα συμβαίνουν καμιά φορά, το 'χουμε ξαναδεί αυτό, εδώ όμως όχι, δεν το βλέπουμε." Σελ. 143

"Η Ελέν, πάντως, είτε από αθωότητα είτε από πονηριά, μιλούσε μεν ελάχιστα, αλλά ήξερε τουλάχιστον ν' ακούει, να δίνει ώθηση στο συνομιλητή της με το κατάλληλο μονοσύλλαβο, να παρακάμπτει τις απότομες σιωπές θέτοντας, στη σωστή στιγμή, την ερωτησούλα που κολλάει μια χαρά." Σελ. 148

"...την υποδεχόταν ευγενικά, αλλά με επιφύλαξη, με φιλοφρονήσεις πολύ προσεκτικές και με χαμόγελα κάπως βεβιασμένα, όπως φέρεται κανείς σ' έναν ευαίσθητο γονιό." Σελ. 159

"Η πόλη είναι χτισμένη σε μια στενή γλώσσα ξηράς, ένθεν και ένθεν ενός ποταμού και ενός βουνού που χώριζαν δύο σχεδόν  συμμετρικούς κόλπους, μ' αυτή τη διπλή πτύχωση να σχηματίζει κάτι σαν ωμέγα, γυναικείο στήθος που εισχωρούσε στο εσωτερικό της στεριάς, δύο ωκεάνια βυζιά φορώντας τον κορσέ της ισπανικής ακτής." Σελ. 179

3 Μαρτίου 2014

Αγώνας δρόμου του Jean Echenoz


Ο Jean Echenoz βιογραφεί, ρυθμικά, κυνικά, ειρωνικά, σφυρίζοντας αδιάφορα με σεβασμό, τον θρυλικό δρομέα μεγάλων αποστάσεων Emil Zátopek.

"...στην Τσεχοσλοβακία, παραδοσιακά, από τον δέκατο όγδοο αιώνα, ο δάσκαλος είναι πάνω απ' όλα κάντορας., επιφορτισμένος να διδάξει στα παιδιά τραγούδι, να τα μάθει ν΄ακούν και να γνωρίσουν τη μουσική." σελ. 14

"Αφού τρέχω που τρέχω, δεν είναι καλύτερα να τρέχω γρήγορα;" σελ. 21

"Οι έκτατοι απεσταλμένοι βγάζουν το σημειωματάριό τους απ' την τσέπη τους και σαλιώνουν τα χείλη τους στιλβώνοντας τα επίθετά τους για ν' αποδώσουν καλά τη σκηνή, οι ρεπόρτερ των Επικαίρων και οι οπερατέρ την κινηματογραφούν και τη φωτογραφίζουν ασμένως, οξύνοντας τις γωνίες τους." σελ. 45

"Τ' όνομά του είναι ακόμα ελάχιστα γνωστό εκτός συνόρων της πατρίδας του, κι οι άνθρωποι έχουν την εντύπωση ότι δεν το ξέρει ούτε ο ίδιος, γιατί του το επαναλαμβάνουν σε όλους τους τόνους, σαν για να του το μάθουν." σελ. 49

"Υπάρχουν δρομείς που σου δίνουν την εντύπωση ότι ύπτανται, άλλοι ότι χορεύουν, άλλοι ότι παρελαύνουν, κάποιοι ότι τρέχουν σαν καθισμένοι στα γόνατα. Υπάρχουν ορισμένοι που είναι σαν να σπεύδουν ολοταχώς εκει που μόλις τους έχουν φωνάξει. Ο Εμίλ, τίποτα απ' όλα αυτά." σελ. 51

"Στην κούρσα δίνει την εντύπωση ενός πυγμάχου που παλεύει με τη σκιά του, κι έτσι όλο του το σώμα φαίνεται σαν μηχανισμός χαλασμένος, εξαρθρωμένος, επώδυνος, με εξαίρεση την αρμονία των ποδιών του που δαγκώνουν και μασάνε αχόρταγα τον στίβο." σελ. 53

"Κι έπειτα, διαβεβαιώνει, οι ατομικοί άθλοι δεν έχουν καμία σημασία. Αυτό που μετράει, είναι να προσελκύσεις τις εργατικές μάζες στα στάδια." σελ. 75

"Είναι η πρώτη φορά που χαμογελάει τρέχοντας, δείχνοντας όλα του τα δόντια, χωρίς να πάψει να θαυμάζει το τοπίο. Μόνο αυτόγραφα δε χαρίζει στο δρόμο του, μόνο τις εντυπώσεις του δε λέει για την αξιαγάπητη φινλανδική εξοχή, ευφρόσυνο ντεκόρ με ελατώνες και κριθαροχώραφα, βράχια καφετιά και σημύδες, λιμνούλες που αστραποβολούν στον ήλιο." σελ. 91

"Αυτό το όνομα, Ζάτοπεκ, που δεν ήταν τίποτα, που δεν ήταν παρά ένα παράξενο όνομα, αρχίζει να πλαταγίζει παγκοσμίως με τις τρεις κινητές και μηχανικές συλλαβές του, αμείλικτο βαλς σε τρεις χρόνους, ήχος καλπασμού, βούισμα τουρμπίνας, ρετάρισμα από μπιέλες ή βαλβίδες στο οποίο δίνει ρυθμό το καταπληκτικό κ και του οποίου προπορεύεται το αρκτικό ζ που ήδη πάει πολύ γρήγορα: λες ζζζ, κι όλα αρχίζουν να τρέχουν, θαρρείς κι αυτό το σύμφωνο είναι ο αφέτης." σελ. 98

"Θα χαρώ πολύ να τους νικήσω, επιμένει, αποκαλύπτοντας περισσότερα δόντια από ποτέ. Έτσι απλά. Καμιά φορά, σου σπάει τα νεύρα." σελ. 103 

2 Μαρτίου 2014

Le plaisir του Max Ophüls

Μέσα από ενθουσιώδη μονοπλάνα, εξπρεσιονιστικά, στραβά, κάδρα και εξωτερικά νατουραλιστικά γυρίσματα, τρεις ιστορίες του Μοπασάν από τον βιρτουόζο Ophüls. Στην πρώτη, ένας άτσαλος χορευτής με μάσκα θα καταρρεύσει κατά τη διάρκεια ενός τρελού γλεντιού. Όταν τον πάμε στο σπίτι του μαζί με το γιατρό, θα γίνουμε μάρτυρες, μέσα από τις αφηγήσεις της γυναίκας του, της κατάντιας ενός πάλαι ποτέ καρδιοκατακτητή. Στη δεύτερη, ένα μπουρδέλο θα κλείσει, κάποιο Σάββατο, και οι προύχοντες του χωριού δεν θα ξέρουν πως να περάσουν το βράδυ τους. Ο αδελφός της τσατσάς έχει καλέσει την αδελφή του και τα κορίτσια στο χωριό, να παραβρεθούν στην πρώτη μετάληψη της κόρης του. Το βράδυ, οι κοπέλες θα έρθουν αντιμέτωπες με τη μοναξιά και την ησυχία. Το άλλο πρωί, στην εκκλησία, η Ρόζα, η πιο ευαίσθητη, που σταματάει να πίνει για να τραγουδήσει και σταματάει το τραγούδι για να πιει, θα βάλει τα κλάματα και θα παρασύρει και όλο το ποίμνιο. Στην τρίτη ιστορία, ο - αρχικά - ιδανικός έρωτας ενός ζωγράφου και του μοντέλου του θα χρειαστεί μια αλόγιστη πράξη από την πλευρά του μοντέλου για να συντηρηθεί.