"Λες και τ' άστρα δεν ήταν παρά τρυπίτσες και σχισμάδες στο μαύρο βελούδο, απ' τις οποίες περνούσε κλεφτά η απερίγραπτη φεγγοβολή." Σελ. 13
"Τρώγομαι να καταλάβω, η ανάγκη να διακρίνω αιτίες και συσχετισμούς κυλάει στις φλέβες μου." Σελ. 19
"...ήξερα ότι τίποτα δεν με σκλαβώνει στο θέλημα μιας γυναίκας περισσότερο απ' αυτή την ψυχρή κι αγέρωχη αλαζονεία." Σελ. 38
"Ήξερα..Δηλαδή μου ήρθε άθελά μου στο μυαλό η εικόνα, ολοκάθαρη, με κάθε φριχτή λεπτομέρεια: Πως αυτή η Ψυχρή, αυτή η Αγέρωχη, αυτή η Παγωμένη, που ανασήκωνε ενοχλημένη τα φρύδια πάνω από τ' ατσάλινα μάτια της, επειδή τολμούσα να της αντισταθώ...ν' αμυνθώ με το βλέμμα μου, αυτή η ίδια δυο-τρεις μήνες νωρίτερα είχε κυλιστεί στο κρεβάτι με κάποιον άντρα, γυμνή σαν ζώο κι ίσως βογκώντας από ηδονή, και τα κορμιά τους είχαν ενωθεί σφιχτά σαν δυο χείλη..." Σελ. 44
"Ήταν σαν έκρηξη, τόσο ξαφνικό, τόσο βίαιο, τόσο τρομερό αυτό το περιφρονητικό της γέλιο, που θα μπορούσα ... ναι, θα μπορούσα να πέσω κατάχαμα μπροστά της και να της φιλήσω τα πόδια." Σελ.47
"Περίμενα σαν να έτρεχα ίσια μπροστά στις ώρες και στα λεπτά, χωρίς να βλέπω ούτε δεξιά ούτε αριστερά, χωρίς να σκέφτομαι, περίμενα με μανιασμένο, ζωώδες, τρελό πείσμα." Σελ. 69
""Σύνορο;" Ο Ρώσος κοίταξε σαν χαμένος. Δεν την ήξερε τη λέξη. "Θα το κολυμπήσω" είπε, τέλος, με το αλλόκοτο ταπεινό του πείσμα." Σελ. 106
"Μοναδική της χαρά ήταν το χρήμα, τα κουδουνιστά λεφτουδάκια που μάζευε με την ενστικτώδη απληστία των χωρικών και των απλοϊκών ανθρώπων..." Σελ. 113
"Κι ενώ δεν του 'λειπε η αβροφροσύνη κι ήταν άνθρωπος ευχάριστος, και μάλιστα καλοδιάθετος κι ανοιχτόκαρδος όπως όλοι οι επιπόλαιοι χαρακτήρες, αντιμετώπιζε τη ζωή με νωθρότητα κι ανευθυνότητα..." Σελ. 117
"Δούλευε σαν έμβολο, σκληρή κι αναίσθητη, σπάζοντας μια μια τις μέρες, χωρίς να σταματάει." Σελ. 119
"Μ' αρέσουν αυτά τα δρομάκια σε πόλεις ξένες, αυτή η βρόμικη αγορά των παθών, αυτοί οι στοιβαγμένοι μισοκρυμμένοι πειρασμοί για τους ναύτες, που γυρίζοντας από ατέλειωτες νύχτες μοναξιάς σε θάλασσες μακρινές κι επικίνδυνες, έρχονται εδώ και λαχταρούν να ζήσουν σε μια ώρα μέσα τα αμέτρητα φιλήδονα όνειρά τους." Σελ. 155
"Εκείνη είχε κολλήσει το κορμί της στο δικό μου, τριβόταν πάνω μου χυδαία, την ένιωθα να τρέμει από τη βρόμικη ηδονή της προσποίησης." Σελ. 164
"Ο κόσμος δεν τελειώνει ποτέ, έχει αμέτρητα να διηγηθεί, ακόμα και στην πιο βρόμικη γωνιά του βράζει από εμπειρίες ζωής, αστραφτερές· όπως λάμπουν οι χρυσόμυγες πάνω στα σκουπίδια και στη σαπίλα." Σελ. 168
'Μόνο ο μύθος των Ατρείδων, με το συντριπτικό του βάρος, με το σκοτεινό βαρβαρικό φως του, έχει να επιδείξει πρόσωπα τόσο τραγικά, τόσο παράφορα, τόσο παράτολμα κι επικίνδυνα." Σελ. 189
"Όπως με τον Ζίλ ντε Ραί, όπως μ' όλους τους τρανούς αριστοκράτες εγκληματίες του Μεσαίωνα, όπως ίσως και με τους ισχυρούς των νεότερων χρόνων, πάντα ένας από την κάθε γενιά την πληρώνει για όλους, έναν διαλέγει το κράτος, η κοσμική εξουσία, για να τον τιμωρήσει παραδειγματικά." Σελ. 193
"Κι ας προειδοποιεί επίμονα ο Τολστόι πως όλοι πρέπει όταν πατάνε τα εξήντα ν' αρχίσουν να κρύβονται..." Σελ. 201
"...ταξιδιώτης κατ' ανάγκην, με τις βαλίτσες του, χωρίς τα βιβλία του, με τα χαρτιά του σκόρπια να κουβαλιούνται πότε εδώ πότε εκεί." Σελ. 202

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου