"Η λατρεία του Αλέξανδρου συγχωρείται το πολύ σε εικοσάχρονους· αργότερα κάτι τέτοια σε καθιστούν ύποπτο· σε ό,τι αφορά την κρίση ή τον χαρακτήρα." Σελ. 7
"Τι κραυγαλέο τέρας να είναι αυτό, εκεί ψηλά στον ουρανό, που κάνει τη γιγάντια γη να καίει έτσι·" Σελ. 9
"Το πιο όμορφο ήταν το τσουχτερό καλοκαιρινό πρωινό αγέρι στο όνειρο, ξεκάθαρα όλα τα αντικείμενα, με λίγες καθάριες σκιές-κάτι τέτοια τα βλέπεις μόνο όσο είσαι αγόρι." Σελ. 10
"Ουρανός καψογάλανος και φρικτά ασύννεφος (κάλλιο ουρανός χωρίς θεούς παρά δίχως σύννεφα !)" Σελ. 10
"Οι γνώσεις μας παραμένουν ελάχιστες· ένα είναι πάντως σίγουρο, ότι σε ακατονόμαστα βάθη του διαστήματος στέκουν οι φοβεροί φλογοδράκοντες, φλογόγλωσσες παίζουν σουσαμομεγέθεις (τι λέξις!), φλογοπυγμές μαίνονται βροντώντας σε καυσόστηθα -- μη το σκέφτεσαι, μη· είμαστε χαμένοι.-" Σελ. 11
"Άνθρωποι και θεοί μπορούν να δώσουν τα χέρια τους· είναι αντάξιοι ο ένας του άλλου." Σελ. 13
"...είν' ένα στράτευμα κρυφό στα σύννεφα ψηλά." Σελ. 13
'Έτσι άγγιζα το δέρμα των χεριών μου όταν μεθούσα, απαθής και με μια ζέστα ευχάριστη..." Σελ. 16
"Όταν ήμουν νέος άνθρωπος το φεγγάρι μου κρεμόταν σαν φρούτο με αφράτη φλούδα μεταξένια και ραγισμένο αργυροπυρήνα στις κληματαριές." Σελ. 16
"Το κεφάλι στο χέρι (σφαιροβολία)." Σελ. 17
"...έτσι κι αλλιώς υπάρχουν περισσότερα βιβλία, από ό,τι μάτια για να τα διαβάσουν." Σελ. 17
"(ίσως και ρέπω τόσο στην αυτοπαρατήρηση απλά και μόνο επειδή τόσον καιρό υπήρξα το μόνο μου αντικείμενο - εγώ, και κάτι λίγα άστρα." Σελ. 19
"...βυθίστηκα στο λεπτό γαργαριστό μαυρόνερο μαξιλάρι, νύστες μακρύ..." Σελ. 22
"Δεν έχω πια την υπομονή να συλογιστώ κάτι σωστά, δεν έχω πια την υπομονή." Σελ. 23
"(Κι εγώ χαμήλωσα αξιοπρεπής τα μάτια: μα γιατί κι εγώ να μην είμαι κάποτε άνθρωπος-)" Σελ. 27
"Βροντοφωνάζω το ανάθεμά σας: ανακράζω την εξέγερση ενάντιά σας ! Για την επανάσταση των Καλών ενάντια στη Φύση και τον Θεό: καλώ τη νεολαία του κόσμου!" Σελ. 32
"(έτσι παίζει κανείς με τη φαντασία του· αφού δεν ξέρω να χειρίζομαι. Αντί για έργα)." Σελ. 40
"Ο ψίθυρος του σκότους ανακατώθηκε, λες και κάποιος ζωγράφος έκαμε χρώμα νυχτερινό." Σελ. 41
"Πάλι καλά που υπάρχει και κάποιο άπειρο--." Σελ. 45
"Ποτέ δεν λογομαχώ με ευλαβείς..." Σελ. 45
"Άνεμος σύριζε σαν κακό θεριό στη σκισμάδα κι έψαχνε στο άχυρο." Σελ. 48
"Κι ο εγκληματίας στο Βερολίνο κυνηγούσε όλο τον λαό στον θάνατο και στη φρίκη, για να γίνει όλο και πιο "μεγάλος" και "μοναδικός", ένα μπαστάρδι μεταξύ Νέρονα και Σαβοναρόλα· κρίμα μόνο, που θα ήταν αναγκασμένος να δραπετεύσει από τη δικαιοσύνη του απατημένου λαού, δειλότερος από κάθε του φαντάρο." Σελ. 48
"...-υπάρχει κάτι ξένο και αποπεμπτικό στα κοσμήματα και στα γιορτινά φορέματα των γυναικών" Σελ. 49
"Ξύπνησαν φυσικά οι πάντες και κοιτούσαν με πλαδαρά γκρίζα πρόσωπα τριγύρω τους (Καλά ντε· μη φοβάστε· η ίδια μιζέρια είναι ακόμη)." Σελ. 50
"Και τα μάτια τους έλαμπαν σαν τα τζάμια φλεγόμενων φρενοκομείων." Σελ. 54
"Χαϊδευτική σιωπή. Βαρύθυμα και πονηρά ξαναλύγισαν τα κόκκινα χείλη, χαμόγελα και λόγια, γεμάτα κινδύνους κι υποσχέσεις:"Κι ένας φύλακας άγγελος θα ήταν ό,τι πρέπει, ε; - "" Σελ. 56
"...πως καλούσε με την παταγώδη ευφράδεια της παράνοιας την κρατική νεολαία..." Σελ. 57
"Πριν, όταν ο παπάς πήγε, με την αδιάσειστη φιλαρέσκεια των ευλαβών, να ξαναδείξει μεγαλοφώνως και παραδειγματικώς πως προσεύχεται, τον έβαλαν επιτέλους πόστο: ο φαντάρος με τον επίδεσμο στο μέτωπο του σκλήρισε απειλητικώς: "Σταμάτα με τι σαβούρες σου-", κι ο γέρος σήκωσε το κεφάλι από το στήθος είπε δριμύς: "Για τον εαυτό σας μπορείτε να προσεύχεστε, όσο θέλετε, αλλά αφήστε εμάς στην ησυχία μας - τι ενοχλητικός-" μουρμούρησε αηδιασμένος." Σελ. 62
"Καθώς ούτε ο Στάλιν ούτε ο Χίτλερ ούτε στον πόλεμο των Μπόερς δεν εφευρέθηκαν τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, μόνο στον κόρφο της Ιεράς Εξέτασης· και την πρώτη δυτικοευρωπαϊκή επακριβή περιγραφή ενός καλοοργανωμένου στρατοπέδου συγκέντρωσης τη χρωστάμε βέβαια στη χριστιανικότατα διεστραμμένη φαντασία του Δάντη..." Σελ. 63
"Η φύση, δηλαδή ο Λεβιάθαν - δεν έχει να μας δείξει τίποτε τέλειο· πάντα τα καλά πνεύματα πρέπει να τη διορθώνουν. -Πρβλ. τον ορισμό της φύσης τη ποίησης του Πόου." Σελ. 63
"Ο θεός κάνει βόλτες σε τάπητες βομβών." Σελ. 65
"Κοκκινίζουμε στο φως. Oh, greasy Joan.
Τέλος" σελ. 68
"Μεγάλα άστρα αχνιστά (Πονηρά σαν μάτια· χασμουριούνται, βλεφαρίζουν. Όλη τη νύχτα)." Σελ. 73
"...αχ, και δροσερός γαλανός πρωινάνεμος μας έσυρε, γοργοφτερουγίζοντας κοφτά έστριβαν πάνω μας τα ρούχα." Σελ. 74
"Ο χρόνος είναι τουλάχιστον επιφάνεια κι όχι γραμμή· το πνεύμα είναι τη μέρα σαν τον ναυτικό πάνω σε ποτάμι και η ροή παρασύρει τη βάρκα· στο όνειρο, τη νύχτα, μπορεί να βγει και να περιδιαβάζει την επιφάνεια της ροής του χρόνου..." Σελ. 76
"Ο Δεινοκράτης αγωνιούσε κι ενδιαφερόταν σαν νιο κυνηγόσκυλο· " Σελ. 81
"Μακάρι να το κατάφερνε σύντομα η ανθρωπότητα, να καταστραφεί· φοβάμαι βέβαια: πως θέλει πολύ ακόμη, αλλά σίγουρα θα το πετύχουν." Σελ. 88
"(Έχουν λέξεις πολλές: Γνώστης της ζωής: είναι κάποιος, που γνωρίζει ακετές παλιανθρωπιές. - Ανοιχτός χαρακτήρας: έχει ξεχάσει επιτέλους όλα τα ιδανικά. - Επειδέξια παρουσία: θρασύς και από καιρό άξιος κρεμάλας.) Τούτοι είναι οι μικροί· και οι "μεγάλοι": κάθε πολιτευόμενο, πολιτικό, ρήτορα· ηγεμόνα, στρατάρχη, αξιωματικό πνίξτε τον επιτόπου, πριν βρει χρόνο ή ευκαιρία να αποκτήσει σε βάρος τηε ανθρωπότητας το όνομα του "μέγα". - Ποιος μόνο μπορεί να είναι μέγας; Καλλιτέχνες κι επιστήμονες! Κι άλλος κανείς! Κι από τούτους ο μικρότερος τίμιος είναι χίλιες φορές μεγαλύτερος από τον μέγα Ξέρξη. - Αν μου χάριζαν οι θεοί τρεις ευχές, τότε η μια θα ήταν να ελευθερωθεί αμέσως η γη από την ανθρωπότητα. Κι από τα ζώα (έχουν κι αυτά παραγίνει κακά). Τα φυτά ως τώρα καλύτερα (εκτός από τα εντομοφάγα) - Ο άνεμος δυνάμωσε." Σελ. 88-89
"Τα σκοτεινά σοκάκια τρεκλίζουν μπροστά τους, φιδόδρομους τα έκανε το παγούρι." Σελ. 96
"Ύψωσε καραδοκώντας το κεφάλι: "Μισείς τους Ρωμαίους;" Φούσκωσα το στόμα, φώναξα ψιθυριστά: "Αναθεματίζω όλο το ανθρωπολόι!" Σελ. 106
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου